- βουλιάχτρα
- η 4) см. βούλιαγμα 4;2) водоворот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλιάχτρα — η περιοχή της θάλασσας ή ποταμού στην οποία σχηματίζονται επικίνδυνες δίνες … Dictionary of Greek